- λέοντ'
- λέοντα , λέωνmasc acc sgλέοντι , λέωνmasc dat sgλέοντε , λέωνmasc nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λεοντ(ο)- — (AM λεοντ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής, που ανάγεται στη λ. λέων (θ. λεοντ ) και έχει τη σημ. ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στο λιοντάρι (πρβλ. λεοντάγχης, λεοντοβότος, λεοντομάχος) ή έχει χαρακτηριστικά… … Dictionary of Greek
Λέοντ' — Λέοντα , Λέων masc acc sg Λέοντι , Λέων masc dat sg Λέοντε , Λέων masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ … Dictionary of Greek
Leander (Vorname) — Leander ist die lateinische Form des griechischen, männlichen Vornamens Λέανδρος (Leandros) und setzt sich aus der attischen Variante λεώς (leōs) des Wortes λάος (laos) „Volk“ und der Stammform (*ανδρ·) des Wortes ἀνήρ (anēr) „Mann“ zusammen,… … Deutsch Wikipedia
έτσι — (Μ ἔτσι και διαλεκτ. τ. ἔτσε, ἔτσου, ἔτις, ἴτις, ἴτσι, ἴτσου) επίρρ. 1. κατ αυτό τον τρόπο, τοιουτοτρόπως, με τον ίδιο τρόπο (α. «δεν έπρεπε να φερθείς έτσι» β. «έτσι θέλω κι έτσι κάνω» γ. «έτσι τ αποφάσισε τής ερωτιάς η κρίση», Ερωτόκρ.) 2. (για … Dictionary of Greek
εχινή — ἐχινῆ, ἡ (Α) [εχίνος] 1. (ενν. δορά) δέρμα σκαντζόχοιρου 2. «ἐχινῆ στρατιωτική» πιθ. ἐχινέα*, είδος αγγείου, δοχείου που χρησιμοποιούσαν οι στρατιώτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχίνος + κατάλ. η (πρβλ. λεοντ ή)] … Dictionary of Greek
ηλεκτριανός — ἠλεκτριανός, ό (Μ) (ενν. λίθος) το ήλεκτρο, το κεχριμπάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλεκτρο + κατάλ. ιανός (πρβλ. λεοντ ιανός, ταυρι ιανός)] … Dictionary of Greek
θυγατριδεύς — θυγατριδεύς, ὁ (Α) επιγρ. ο γιος τής θυγατέρας, ο εγγονός από κόρη. [ΕΤΥΜΟΛ. θυγατρ ιδεύς< θ. θυγατρ τού θυγάτηρ (πρβλ. γεν. θυγατρός, δοτ. θυγατρί) + κατάλ. ιδεύς, δηλωτική τού απογόνου (πρβλ. λεοντ ιδεύς, πελαργ ιδεύς)] … Dictionary of Greek
καστριανός — καστριανός, ον και καστριγιανός, ον (Μ) αυτός που βρίσκεται μέσα σε κάστρο ή είναι μόνιμος κάτοικος κάστρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάστρο + κατάλ. ιανός (πρβλ. ακρ ιανός, λεοντ ιανός)] … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek